- εὐόνειρος
- εὐόνειρος, ον,A having auspicious dreams, Str. 16.2.35; bringing such dreams,
νύξ Hld.3.5
; εὐ. καὶ ἄλυπα, opp. φοβερόν, Plu.2.83d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νύξ Hld.3.5
; εὐ. καὶ ἄλυπα, opp. φοβερόν, Plu.2.83d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευόνειρος — εὐόνειρος, ον (Α) 1. αυτός που βλέπει ευχάριστα όνειρα 2. αυτός που φέρνει ευχάριστα όνειρα («εὐόνειρόν τε ᾔτει τὴν νύκτα», Ηλιόδ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόνειρον το ευχάριστο όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όνειρος / όνειρον] … Dictionary of Greek
εὐόνειρος — having auspicious dreams masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόνειρον — εὐόνειρος having auspicious dreams masc/fem acc sg εὐόνειρος having auspicious dreams neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐονείρους — εὐόνειρος having auspicious dreams masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόνειρα — εὐόνειρος having auspicious dreams neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… … Dictionary of Greek